- ἁρπαλέος
- ἁρπαλέοςdevouringmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… … Dictionary of Greek
ἁρπαλέα — ἁρπαλέος devouring neut nom/voc/acc pl ἁρπαλέᾱ , ἁρπαλέος devouring fem nom/voc/acc dual ἁρπαλέᾱ , ἁρπαλέος devouring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέον — ἁρπαλέος devouring masc acc sg ἁρπαλέος devouring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέων — ἁρπαλέος devouring fem gen pl ἁρπαλέος devouring masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέως — ἁρπαλέος devouring adverbial ἁρπαλέος devouring masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέαις — ἁρπαλέος devouring fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέη — ἁρπαλέος devouring fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέην — ἁρπαλέος devouring fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέης — ἁρπαλέος devouring fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέοιο — ἁρπαλέος devouring masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)